-
1 ἐλασσόω
Aἠλάττωσα Lys.13.9
, Plb.16.21.5: [tense] pf.ἠλλάττωκα D.H.Comp.6
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.- ωθήσομαι Th.5.34
, D. 21.66: [tense] fut. [voice] Med. in same sense, Hdt.6.11, Th.5.104: [tense] aor. ἠλασσώθην, -ττώθην, Id.1.77, D.10.33: [tense] pf.ἠλάττωμαι Apollod.Com.7.3
, Plb. 18.4.3:— make less or smaller, diminish, reduce in amount, PTeb.19.11 (ii B.C.), PLips.105.28 (i A.D.):—[voice] Pass., POxy. 918xi3 (ii A.D.).2 in early writers, lower, degrade,τὴν πόλιν Lys.13.9
, Isoc.8.17; ; cut down, shorten,συναλοιφαῖς τὰ ῥήματα D.H.Comp.6
: c. gen., detract from,μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Th.3.42
:—[voice] Med., reduce the power of,τινάς Plb.22.15.1
.II [voice] Pass.,1 abs., to be lessened, suffer loss, be depreciated, of things, Th.2.62; of persons, Id.4.59,al., OGI139.10(ii B.C.), PTeb.382.13(i B.C.), Phld.Lib.p.32 O., al., Ev.Jo.3.30, etc.;μέγα τοῦθ' οἱ πατέρες ἠλαττώμεθα Apollod.Com. 7.3
; also, take less than one's due, waive one's rights or privileges, Th. 1.77, D.56.14; but, fall short of one's professions, act dishonestly, Isoc.1.49.2 c. dat. rei, have the worst of it, Hdt.6.11, Th.5.104, etc.;τῷ πολέμῳ Id.1.115
; to be inferior,τῇ ἐμπειρίᾳ Id.5.72
;πολλαῖς ναυσί X.HG1.5.15
; πᾶσι τούτοις ib.6.2.28; ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, of a one-eyed man, Plb.18.4.3; : c. gen., fall short of,τῶν ἀρχετύπων Ph.1.606
.3 c. gen. pers., to be at a disadvantage with a person,πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ' ἐλαττοῦμαι κατὰ τουτονὶ τὸν ἀγῶν' Αἰσχίνου D.18.3
;ἐλαττοῦσθαί τινός τινι Pl.Alc.1.121b
;μηδὲν τῶν δημιουργῶν Id.Grg. 459c
.4 c. gen. rei, suffer loss in respect of, κεφαλαίου, τόκων, BGU155.10 (ii A.D.); to be in want of, LXX 1 Ki.21.15(16): also c. dat., ib.2 Ki.3.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλασσόω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
αντίγραφα — Στην τέχνη αποτελούν τις επαναλήψεις πρωτότυπων έργων. Τα α. έχουν μεγάλη σημασία, κυρίως για τη γνώση της ελληνικής κλασικής γλυπτικής. H αξία τους διαφέρει ανάλογα με την πιστότητά τους προς το αρχέτυπο, που το έχουν μεταφέρει κάποτε και σε… … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия